- Τιλφῶσσα
- a spring, where there was a shrine to Apollo. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b, cf. Strabo, 9. 2. 27, παρατίθησι γοῦν (sc. ὁ Πίνδαρος) τὴν Τιλφῶσσαν κρήνην ὑπὸ τῷ Τιλφωσσίῳ ὄρει ῥέουσαν πλησίον Ἁλιάρτου καὶ Ἀλαλκομένων.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.